εξανάσταση

εξανάσταση
η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω]
εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο
νεοελλ.
1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του
2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση
μσν.
1. ανέγερση, ανόρθωση
2. μτφ. σωτηρία
αρχ.-μσν.
1. ανάπτυξη νέας γενιάς
2. έγερση μπροστά σε άλλους
αρχ.
1. απαγωγή, έξωση, εκδίωξη («ὑπὲρ ὁλοσχεροῡς ἐξαναστάσεως», Πολ.)
2. (ειδ.) μετοικεσία, μετανάστευση («τὴν τῶν Κίμβρων... ἐξανάστασιν ἐκ τῆς οἰκείας γενέσθαι», Στράβ.)
3. (ειδ.) σήκωμα από το κρεβάτι για αποπάτηση
4. αποπάτηση
5. πρωινή αφύπνιση και έγερση από το κρεβάτι
6. γυναικείο κόσμημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”